- καρκαλέτσος
- ο και καρκαλέτσι, το1. είδος ακρίδας2. μτφ. (σκωπτικά) άνθρωπος ψηλός και ισχνός.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλβαν. karkalets].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρκαλέτσος — καρκαλέτσος, ο και καρκαλέτσι, το είδος ακρίδας: Γέμισε ο κήπος καρκαλέτσους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κυριακός, Πέτρος — (Αθήνα 1893 – 1984). Ηθοποιός και ποιητής. Ορφανός και αυτοδίδακτος, ξεκίνησε τη ζωή του ως υποδηματοποιός. Παράλληλα εργαζόταν ως ερασιτέχνης καραγκιοζοπαίκτης στο Μεταξουργείο. Εκεί τον γνώρισε ο καραγκιοζοπαίκτης Αντώνης Μόλλας και τον… … Dictionary of Greek